Βάσος Καπάνταης: ο γλύπτης που λάτρεψε και τίμησε τη Νέα Σμύρνη
Ο σπουδαίος γλύπτης Βάσος Καπάνταης αγάπησε τη Νέα Σμύρνη όσο κανένας και τη στόλισε με μοναδικά έργα τιμώντας την για τη φιλοξενία που του πρόσφερε στα πιο γόνιμα χρόνια της ζωής του. Να πως παρουσιάζει τον εαυτό του το 1990 σε ένα σύντομο βιογραφικό:
Στους προπάππους μου είχαμε τουλάχιστον και μια προ-προγιαγιά από τη Λέσβο, πού την έλεγαν Ραλλιά, και έτσι έχω κι εγώ αίμα Μυτιλήνης μέσα μου. Με ενδιέφεραν πάντα οι καταγωγές μου, αυτό πού λένε να βρω τις ρίζες μου, και βρήκα πέντε το λιγότερο διαφορετικές καταγωγές, όπως άλλωστε θα έχει σχεδόν και κάθε ‘Έλληνας των τελευταίων χρόνων των μετακινήσεων επί Τουρκοκρατίας.
Δώδεκα λοιπόν χρόνων, με τη μητέρα μου την πολυαγαπημένη, φεύγοντας από τη Μυτιλήνη, φτάσαμε στο Νέο Φάληρο με ό,τι κατορθώσαμε να περισώσουμε από τα οικονομικά μας, πολύ κακά για το μέλλον και τις φιλοδοξίες μου. Και όμως στάθηκα πάλι τυχερός στο χώρο της νέας ζωής μας. Το Νέο Φάληρο ήταν ό,τι πιο ρομαντικό και υποβλητικό, πάνω στη θάλασσα, μπορούσε να δει κανείς στην προπολεμική Αθήνα. Ήταν τότε το Φάληρο, το 1936, μια μεγάλη αρχόντισσα, ξεπεσμένη βέβαια, αλλά τα σπίτια της ήταν ανάκτορα οι παραλίες της όπως τις είχε κάνει ο Θεός, αμμουδιές, τράτες, αχιβάδες, ή τεράστια εξέδρα της μέσα στη θάλασσα, οι μπανιέρες, τα κιόσκια της μουσικής, το γηρασμένο μεγαλόπρεπο Ξενοδοχείο Ακταίον, το υπαίθριο θέατρο, οι Φαληριώτισσες, τα γιασεμιά, ή μυρωδιά από τα φύκια.
Ή ύλη τότε ευτυχώς δεν μέτραγε, κανείς δεν κέρδιζε, κανείς δεν « αυγάτιζε », εξόν αυτοί πού σωστά τους είπαν «μαύρη αγορά», και εμείς πανευτυχείς πού πουλούσαμε τις βέρες, τα μπακίρια, το χρυσό στυλό του” πατέρα μου, το μπρούντζινο μαγκαλάκι της Περγάμου, ευτυχείς για το λειψό επιούσιο πού παίρναμε πουλώντας τα. Ή εφηβεία και η νεότητα σ’ όλη τη γλυκιά άνθιση. Εφηβεία μόνο με όνειρα, συναισθηματισμό και πατριωτισμό. Τι αγάπη ήταν αυτή για την Ελλάδα, την πατρίδα, τί όνειρα για το μέλλον της, τί υπερηφάνεια πού είχαμε νικήσει στην ‘Ήπειρο, τί περιφρόνηση απέναντι στους ξένους! Μόνο εμείς και τα υψηλά, εμείς, ή νεότητα, και ή πατρίδα!
Ποια πρόσωπα και χέρια και μάτια κοριτσιών της εφηβείας και της νεότητας να ευχαριστήσω και να δοξάσω; Στο έργο μου μέσα υπάρχουν όλοι και όλα αυτά. “Αν αξιώθηκα για κάτι καλό, σ’ αυτά τα λαμπερά κορίτσια το χρωστώ και στους ανθρώπους, τους Έλληνες.
Μόνο ελληνικά μπόρεσα να ζήσω. Δεν μπόρεσα ούτε μια ξένη γλώσσα να μάθω κι ας το ήθελα. Αρνιόταν ο πείσμων πρόσφυξ Περγαμηνός εαυτός μου, αρνιόταν ό,τι δεν ήταν ελληνικό, ό,τι δεν ηχούσε ελληνικά και θαυμάζω τώρα πού ταξίδεψα πια πολλές φορές στη Μητέρα Μικρασία, θαυμάζω τον μείζονα ελληνικό ειρμό, θαυμάζω την ταυτότητα εκατέρωθεν του Αιγαίου, τη μοναδικότητα του δικού μας ήθους και ύφους, θαυμάζω τους αρχαίους, θαυμάζω τους καπεταναίους του εικοσιένα και κλαίω, κλαίω για το κάθε τι, το ελάχιστο δικό μας, κλαίω στη διαπίστωση του ακατάλυτου, του ενιαίου της Πατρίδας, του εδώ και του εκεί της Ανατολής.
Τέτοια γλυπτική ήθελα να κάνω, σαν παλιός ‘Ίων σε σύγχρονη εποχή. Μια γλυπτική πού οι ρίζες της να είναι βαθιά μες στα ελληνικά χώματα της γης μας, μια γλυπτική σαν να την έκανα στην Ιωνία. Και έκανα γλυπτική χωρίς σταμάτημα, γλυπτική για δέκα ζωές, ευγνώμων πού μπόρεσα, όσο και αν ήταν το τίμημα ακριβό και βαρύ. ‘Έκανα κάθε λογής δημιουργία, έπλασα, σκάλισα, χάραξα, ζωγράφισα, έγραψα, σταυρώθηκα, μα το ήθελα έτσι. Δεν γινόταν να ήταν αλλιώς. Ό χρόνος δεν φτάνει για όλα πού φανταστήκαμε. Ήξερα πώς είμαι υπόλογος κάθε στιγμή στην Ιωνία, στη μητέρα μου, στον πατέρα μου και σε όλους τους Έλληνες, πού μου έταξαν και μου έβαλαν ορούς δύσκολους και στόχους άπιαστους. Μακάρι να χαίρονται, αν με βλέπουν, και να μην τους πρόδωσα, μακάρι να χαίρονται, πού ο καθένας τους, με τον τρόπο του, συνέβαλε να σκιρτήσω σύγκορμος και να αισθανθώ όσα αισθάνθηκα, να πληρώσω το μέγα τίμημα της καταγωγής, το « πατρώον χρέος » και την οφειλή μου, όσο και αν ήταν δύσκολα και δίσεκτα τα χρόνια αυτά. Φόβος Θεού” για κάθε βήμα, για κάθε κίνηση, ως υπόλογος στους καλούς ανθρώπους, φόβος για το μεμπτό, το αναξιοπρεπές, το άπρεπο, το ευτελές, το υλικό, φόβος για ψυχή στενή και εφήμερα μικρά μεγέθη. Παράκληση θερμή στις δυνάμεις πού κανονίζουν τις ζωές μας, τις μικρές και ασήμαντες ζωές μας, να μου χαριστούν το εύγε της συνείδησης.